- χορτάριον
- χορτ-άριον, τό,A coarse grass, such as grows in bogs, Dsc.5.119 (pl.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χορτάριον — coarse grass neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χορτάριον — τὸ, ΜΑ βλ. χορτάρι … Dictionary of Greek
χορταρίοις — χορτάριον coarse grass neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χορταρίου — χορτάριον coarse grass neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χορτάρι — το / χορτάριον, ΝΜΑ 1. χόρτο, χλόη, πρασινάδα νεοελλ. κάθε ποώδες φυτό («και στην κόμη στεφάνι φορεί / γινόμενο από λίγα χορτάρια / που είχαν μείνει στην έρημη γη», Σολωμ.) αρχ. μικρός χόρτος*, μικρό περιβόλι, περιβολάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χόρτος +… … Dictionary of Greek